μηχανοδηγός

μηχανοδηγός
ο
ειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ-οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηχανοδηγός — ο άτομο που χειρίζεται μηχανή πλοίου ή τρένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”